- ὑπατικάς
- ὑπατικά̱ς , ὑπατικόςoffem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπατικός — ή, ό / ὑπατικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὕπατος (II)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ύπατο («ὑπατικὰς ἀρχαιρεσίας», Πλούτ.) αρχ. (για πρόσ.) αυτός που είχε διατελέσει ύπατος («τῶν ὑπατικῶν εἷς», Διον. Αλ.) … Dictionary of Greek